-
1 σωλήνας
-
2 σωλῆνας
-
3 σωλήνας
[-ήν (-ήνος)] ο1) труба, трубка; патрубок; канал; 2) пробирка; 3) наконечник (полый); 4) шланг;ελαστικός σωλήνας — резиновый шланг;
5) воен, ствол (орудия);труба (миномёта, торпедного аппарата); 6) анат.:πεπτικός σωλήνας — пищевод;
αναπνευστικός σωλήνας — трахея
-
4 σωλήνας
1) canal2) tube3) tuyau -
5 σωλήνας
1) dętka (f) rzecz.2) rura (f) rzecz.3) tubka (f) rzecz. -
6 σωλήνας
1) píšťala2) roura3) rourka4) trubice5) trubka6) tuba7) tubus -
7 σωλήνας
1) pipe2) tube3) tubingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σωλήνας
-
8 boru
σωλήνας, σάλπιγγα, βούκινο -
9 tube
σωλήνας -
10 píšťala
σωλήνας -
11 roura
σωλήνας -
12 rourka
σωλήνας -
13 trubice
σωλήνας -
14 tuba
σωλήνας -
15 tubus
σωλήνας -
16 tube
σωλήνας -
17 dętka
σωλήνας -
18 rura
σωλήνας -
19 tubka
σωλήνας -
20 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω.
См. также в других словарях:
σωλήνας — σωλήνας, ο και σωλήνα, η και σουλήνα, η 1. κυλινδρικός και επιμήκης αγωγός: Σκούριασαν οι σωλήνες ύδρευσης. 2. είδος οστρακόδερμου μαλακίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός σωλήνας — Σωλήνας, συνήθως γυάλινος, που είναι κλειστός από το ένα άκρο και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για πειράματα με μικρές ποσότητες ουσιών … Dictionary of Greek
σωλῆνας — σωλήν channel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρεντερικός σωλήνας — Μέρος του πεπτικού συστήματος που αποτελείται από το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό και το παχύ έντερο … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός σωλήνας κενού — Γενική ονομασία μιας μεγάλης κατηγορίας ηλεκτρονικών σωλήνων, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι στον σωλήνα που διαρρέεται από ηλεκτρονικό ρεύμα έχει πραγματοποιηθεί απόλυτο σχεδόν κενό. Διακρίνονται βασικά σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
νευρικός σωλήνας — Περνά κατά μήκος της πλάτης του πρώιμου εμβρύου και εξελίσσεται στον νωτιαίο μυελό και τον εγκέφαλο … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
ευσταχιανή σάλπιγγα — Σωλήνας, ο οποίος συνδέει το μέσον ους με τον λάρυγγα. Η σύνδεση αυτή εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο σκοπό. Επειδή ακριβώς το τύμπανο κλείνει ερμητικά όλο τον ακουστικό σωλήνα, θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση των πιέσεων που ασκούνται από την… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
Μπουρντόν, Εζέν — (Eugene Bourdon, Παρίσι 1808 – 1884). Γάλλος εφευρέτης και βιομήχανος. Ίδρυσε στο Παρίσι το 1835 μία βιομηχανία για την κατασκευή ατμομηχανών, το 1849 ανακάλυψε το μεταλλικό μανόμετρο που πήρε το όνομά του και το 1853 κατασκεύασε έναν τύπο… … Dictionary of Greek